Κυριακή 2 Απριλίου 2023

ΓΙΑ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΊΤΟΥΡΓΟ.

ΠΡΟΣΕΥΧΗ - Η ΠΝΟΗ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΟΣΓΙΑΤΊ ΧΑΝΕΤΑΙ Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΊΤΗΣ ΡΑΦΑΉΛ ΚΑΡΕΛΙΝ






Γιατί ἡ σημερινὴ θρησκευτικὴ ζωὴ βρίσκεται σὲ ὕφεση; Γιατί ἡ
θεωρητικὴ πίστη γιὰ μᾶς συνδέεται μὲ τὸν βιοτικὸ ὑλισμό; Γιατί
σημειώνεται ἀπώλεια τῆς πνευματικότητος καὶ οἱ χριστιανοὶ τῆς
ἐποχῆς μας γίνονται γήινοι; Γιατί ή προσευχή μας –τὸ κύριο μέσο
τῆς θεοκοινωνίας– ἔγινε ἐπιπόλαιη καὶ διασκορπισμένη;
Πρὶν ἀπαντήσουμε σ' αὐτὴ τὴν ἐρώτηση, πρέπει νὰ ἀναλύσουμε
ἕνα ἄλλο ζήτημα, δηλαδή: γιατί οἱ μοναχοὶ ἀναζητοῦσαν ἀπομόνωση
καὶ ἡσυχία, ἀπέφευγαν τὶς ἐξωτερικὲς σχέσεις καὶ συγκεντρώνονταν
στὴν κατάσταση τῆς καρδίας τους καὶ στὴν ἐσωτερικὴ προσευχή;
Γιατί ἡ ζωὴ τῆς ἐρήμου, παρ᾽ ὅλες τὶς στερήσεις της, τοὺς φαινόταν
κατώφλι τοῦ παραδείσου; Συνήθως ἐπικρατεῖ ἡ γνώμη ὅτι ἔτσι
ἤθελαν νὰ φύγουν ἀπὸ τὶς κοσμικὲς μέριμνες, οἱ ὁποῖες ἀποσποῦν
τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὰ αἴτια τῶν
παθῶν τους, τὰ ὁποῖα κρύβονται στὴν καρδία τοῦ ἀνθρώπου καὶ σὲ
ορισμένες περιστάσεις μπορεῖ νὰ ἀνάψουν σὰν φωτιά. Καὶ ὄντως ἔτσι
εἶναι. Ἀλλὰ πάλι, τί ἀλλαγὴ γινόταν μέσα στὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο,
ὅταν αὐτὸς ζοῦσε μόνος στὴν ἔρημο ἢ σὲ ἐγκλεισμὸ ἔχοντας μειώσει
τὶς ἐπαφὲς μὲ τὸν κόσμο στὸ ἐλάχιστο;
Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου περιέχει τεράστιο όγκο πληροφοριῶν. Μέρος
αὐτῶν εἶναι μέσα στὴν φύση τοῦ ἀνθρώπου – οἱ ἔμφυτες γνώσεις τὶς
ὁποῖες σ' ἕνα ὁρισμένο ἐπίπεδο ἔχει καὶ ἕνα νήπιο πρὶν ἀκόμα γεννηθεῖ.
Ἄλλο εἶδος πληροφοριῶν εἶναι οἱ ἐπίκτητες γνώσεις. Ὁ ἄνθρωπος
τὶς ἔχει ἀνάγκη καθὼς ἔρχεται διαρκῶς σὲ ἐπαφὴ μὲ ἕνα ποικίλο
περιβάλλον ποὺ ἀλλάζει μορφή. Τὶς ἐπίκτητες γνώσεις ὁ ἄνθρωπος
τὶς ἀφομοιώνει διαμέσου τῆς μνήμης ἡ ὁποία ἔχει τρεῖς λειτουργίες:
ἐκμάθηση, λήθη (ἡ μετάβαση τῶν γνώσεων ἀπὸ τὸ συνειδητὸ στὸ
ὑποσυνείδητο) καὶ ἐνθύμηση (ἡ ἐπαναφορὰ τῶν πληροφοριῶν ἀπὸ τὸ
ὑποσυνείδητο στὸν τομέα τῶν γνώσεων). Αὐτὴ ἡ διαδικασία ἀφορᾶ
τὴν αὐτόματη μνήμη – τὸ πιὸ ἁπλὸ καὶ πρόχειρο εἶδος μνήμης.
Πέρα ἀπὸ αὐτὸ ὅμως ὑπάρχει καὶ ἕνα ἄλλο εἶδος μνήμης – ἡ
δημιουργική μνήμη, ὅπου ἡ ψυχὴ ὄχι μόνο κρατάει τὶς πληροφορίες
καὶ τὶς ἐπαναφέρει, ἀλλὰ τὶς ἐπεξεργάζεται, τίς ἐκτιμᾶ, τις συγκρίνει,
βρίσκει τοὺς συσχετισμούς μεταξὺ τῶν γεγονότων, περικλείει τις
γνώσεις σὲ λεκτικὰ σύμβολα και βάσει τοῦ ὑφισταμένου ὑλικοῦ
δημιουργεί καινούργιες γνώσεις. Ἀπὸ τὴν πλευρά της, ή δημιουργική
μνήμη εἶναι στενὰ συνδεδεμένη μὲ συναισθήματα. Κάθε πράγμα,
γεγονὸς ἢ συμβὰν προκαλοῦν σὲ μᾶς κάποια συναισθήματα βιώματα. Η
ἐνθύμηση περὶ τῶν βιωμάτων ἀνήκει στὸν τομέα τῆς συναισθηματικῆς
μνήμης. Ὅσο πιὸ βαθειὰ εἶναι ἡ συναισθηματική μνήμη τόσο πιο
πλούσιος εἶναι ὁ συναισθηματικός κόσμος τοῦ ἀνθρώπου.
Στὴν ἔρημο καὶ στὴν ἀπομόνωση γίνεται ἑκούσιος περιορισμός
τῶν ἐξωτερικῶν πληροφοριῶν. Ἐδῶ ξεφορτώνεται ἡ αὐτόματη μνήμη
καὶ ἐνεργοποιεῖται ἡ δημιουργική μνήμη, ἡ ὁποία σχετίζεται μὲ τὴν
συναισθηματική μνήμη. Ἐπιτελεῖται ἡ ἀπαλλαγὴ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸν
φόρτο τῶν περιττῶν πληροφοριῶν καὶ χάρις στην μείωση τῆς ποσότητος
αυξάνεται ἡ ποιότητα τοῦ ἐπεξεργασμένου καὶ ἀναλωσίμου υλικοῦ.
Ἐμεῖς κοινωνοῦμε ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο διαμέσου συμβόλων
ποὺ περικλείονται σὲ σχήματα λέξεων. Ὅταν ἡ αὐτόματη μνήμη
εἶναι ὑπερφορτωμένη, το σύμβολο στερεῖται τοῦ συναισθηματικοῦ
ὑποκειμένου, καὶ ἡ ἐπικοινωνιακὴ ἀπόσταση μεταξύ τοῦ συμβόλου
καὶ τοῦ «συμβολιζομένου» αὐξάνεται: ἡ λέξη ἀποσπᾶται ἀπὸ τὴν
ἔννοιά της καὶ γίνεται ἐπιφανειακὴ καὶ μονόσημη. Στὴν ἐποχή μας ένα
μεγάλο μέρος τῆς διανοητικῆς ἐργασίας τοῦ ἀνθρώπου ἔχουν ἀναλάβει
μηχανήματα, γι᾿ αὐτὸ σταδιακὰ ὑποβαθμίζεται καὶ χειροτερεύει
δημιουργική μνήμη. Ἀφ᾿ ἑτέρου δέ, ἡ πληθώρα τῶν πληροφοριῶν, ποὺ
μᾶς τὶς φέρνουν αὐτὰ τὰ μηχανήματα, ὑπερφορτώνει τὴν αὐτόματη
μνήμη τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐξαντλεῖ τὴν δημιουργικὴ μνήμη. Ἂν ρίξουμε
μία ματιὰ στὴν πεζογραφία τῶν περασμένων αἰώνων, θὰ δοῦμε ὅτι
τὰ συναισθήματα πολλῶν ἡρώων της στὴν οὐσία γιὰ μᾶς ἔχουν γίνει
ἀκατανόητα. Ἐμεῖς κάναμε τὴν ψυχή μας πιὸ φτωχὴ συναισθηματικά
καὶ μόνο τὰ πάθη, σὰν κάποιο ντόπινγκ, μποροῦν νὰ τὴν ξυπνοῦν.
Ἕνα σύμβολο μπορεῖ νὰ ἐκφράζει τὴν συσχετιστικὴ καὶ μυστικὴ
ὁμοιότητα μεταξύ δύο γεγονότων, μεταξύ πραγματικοτήτων τοῦ
ἐπιγείου καὶ τοῦ μεταφυσικοῦ κόσμου. Τὸ πιὸ ἁπλὸ σύμβολο
εἶναι ὁ λόγος. Ὁ λόγος μᾶς εἰσάγει σὲ κάποιο ὑπαρξιακό πεδίο –
πραγματικὸ ἢ νοητό. Ὅταν ἡ αυτόματη μνήμη εἶναι ὑπερφορτωμένη,
τότε ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ κατανοήσει τὸν λόγο
δημιουργικά, εμβαθύνοντας σ' αὐτὸν συναισθηματικά. Γι' αὐτὸ ὁ λόγος
μας έχει γίνει ξηρὸς καὶ στερημένος ζωῆς. Καὶ ἡ πεζογραφία δὲν
λκύει πιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο: μειώθηκε
ἡ ἱκανότητά μας νὰ συναισθανόμαστε, νὰ συμπάσχουμε.
Ἡ τηλεόραση ὑποκαθιστᾶ τὰ βιβλία μὲ τὴν εἰκονικὴ ἀπομίμηση
τῆς πραγματικότητος, μάλιστα γεμάτη ἀπὸ τὰ πιὸ χοντρὰ πάθη. Οἱ
πολύωρες τηλεοπτικὲς ἐκπομπὲς ἀκόμα πιὸ πολὺ καταπονοῦν τὴν
αὐτόματη μνήμη τοῦ ἀνθρώπου, γεμίζοντάς την μὲ τεράστιο όγκο
πληροφοριῶν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀχρήστων, ὅπως ἐπίσης συντρίβουν
τὴν συναισθηματικὴ μνήμη διαμέσου εἰκόνων φόνου, σαδισμοῦ καὶ σέξ.
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος χάνει τὴν αἴσθηση τῶν συσχετισμῶν
μεταξὺ πραγμάτων καὶ γεγονότων. Χάνει τὴν αἴσθηση ἁρμονίας καὶ
κάλλους. Ἂν παλαιά, πρὶν ἀκόμα ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια, οἱ ἄνθρωποι
μποροῦσαν νὰ συμπάσχουν μὲ τοὺς ἄλλους σὲ διάφορες συμφορές,
λόγου χάριν, γενομένης μιᾶς καταστροφῆς ποὺ ἔχει πολλὰ θύματα,
ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος διάκειται ἀπέναντι σὲ παρόμοια συμβάντα
ἀδιάφορα, τέτοιες εἰδήσεις δὲν ἀγγίζουν τὴν καρδία του – ἀμβλύνθηκε
ἡ ἱκανότητά του νὰ συμπαθεῖ καὶ νὰ συμπάσχει.
Ὡς ἀποτέλεσμα ὅλων αὐτῶν, ἡ προσευχὴ τῶν συγχρόνων χριστιανῶν
ἔγινε νεκρὴ καὶ ἐπιπόλαιη. Λένε τὰ λόγια τῆς προσευχῆς χωρὶς νὰ
ἐμβαθύνουν στὸ νόημά τους καὶ νὰ τὰ συναισθάνονται, νὰ τὰ
βιώνουν. Τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς μοιάζουν μὲ βαριὰ ἀρρώστους, οἱ
ὁποῖοι μιὰ συνέρχονται, μιὰ χάνουν τὶς αἰσθήσεις τους γιὰ μεγάλο
διάστημα. Μόνο ὁ ἀγώνας κατὰ τῶν παθῶν μπορεῖ νὰ ἀποδεσμεύσει
τὰ πνευματικὰ συναισθήματα καὶ τὶς θρησκευτικές διαισθήσεις,
χάρις στὰ ὁποῖα ὁ ἄνθρωπος νιώθει ὅτι ἀνήκει σὲ δύο κόσμους
τὸν ἐπίγειο καὶ τὸν μεταφυσικό. Μόνο ὁ αὐστηρὸς ἔλεγχος καὶ
τὸ φιλτράρισμα τῶν ἐξωτερικῶν ἐντυπώσεων καὶ πληροφοριῶν μᾶς
δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπεξεργαστοῦμε δημιουργικὰ τὶς γνώσεις τὶς
ὁποῖες λαμβάνουμε καὶ τὶς πραγματικότητες ποὺ ἀντιμετωπίζουμε.
Ἡ ἡσυχία τῶν ἐρημιτῶν καὶ τῶν ἐγκλείστων ἦταν ἡ προϋπόθεση
στὴν ὁποία γινόταν ἐναρμονισμὸς τῶν ψυχικῶν καὶ τῶν πνευματικῶν
δυνάμεών τους, ὅπου ἡ αὐτόματη μνήμη ὑπηρετοῦσε τὴν δημιουργική,
δίνοντάς της τὸ ἀπαραίτητο ὑλικό, ἐνῶ ἡ δημιουργικὴ μνήμη, σὰν
καλὸς οἰκοδόμος, ἔκτιζε τὸ οἰκοδόμημα. Τί ἐπιτελεῖται στὴν ψυχὴ ἑνὸς
ἐρημίτη; Ὅταν προσεύχεται, ἡ ἀπελευθερωμένη δημιουργικὴ μνήμη
ἐνώνεται μὲ τὴν συναισθηματικὴ μνήμη καὶ διαμέσου τῶν συνηθισμένων
λόγων τῆς προσευχῆς κάθε φορὰ ἀνακαλύπτει κάτι καινούργιο, καὶ
αἰσθάνεται τὸν ἑαυτό του ζωντανὸ μέλος τοῦ πνευματικοῦ κόσμου.
Τὰ συναισθήματά μας ποτὲ δὲν ἐπαναλαμβάνονται, γι' αὐτὸ τὰ λόγια
τῆς προσευχῆς, ὡς ἐσωτερικὸ βίωμα, πάντα θὰ γίνονται ἀντιληπτὰ ὡς
καινά. Ὁ Ἅγιος Ιωάννης τῆς Κρονστάνδης συνιστοῦσε νὰ διαβάζουν
γνωστὲς προσευχὲς σὰν γιὰ πρώτη φορά (γιὰ νὰ ἐνεργοποιηθοῦν ἡ
δημιουργικὴ καὶ ἡ συναισθηματικὴ μνήμη, πιεσμένες ἀπὸ τὴν αὐτόματη
μνήμη). Γιὰ τοὺς ἐγκλείστους, κάθε λόγος προσευχῆς ἦταν καινὸς
ὄχι κατὰ τὸ σχῆμα, ἀλλὰ κατὰ τὸ περιεχόμενο, γι᾿ αὐτὸ ἡ προσευχή
τους ἀποτελοῦσε πνευματικὴ ποίηση, δημιουργία, ὄχι αὐτοσχεδιασμὸ
ἢ ἐφευρετικότητα, ἀλλὰ ξεσκέπασμα τοῦ πνευματικοῦ δυναμικοῦ,
ἄγγιγμα στὸ ἀπύθμενο μυστήριο τοῦ μεταφυσικοῦ εἶναι.
Μέχρι τώρα μιλούσαμε μόνο γιὰ τὴν ἀνθρώπινη πλευρὰ τῆς
προσευχῆς, ἐνῶ σ᾿ αὐτὴν συμμετέχει καὶ μία ἄλλη – ἡ Χάρις τοῦ
Θεοῦ, ἡ ὁποία καθαρίζει καὶ πνευματοποιεῖ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου,
τὴν ἀνεβάζει σὲ ὑψηλότερη τελειότητα, ἀλλὰ ἐνεργεῖ στὸν ἄνθρωπο
μόνο τόσο, ὅσο ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕτοιμος νὰ λάβει τὴν Χάρη.
Γι' αὐτὸ ἡ προσευχὴ εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μ᾽ ὅλη τὴν ζωὴ
τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὸν πνευματικό του αγώνα κατὰ τῶν παθῶν καὶ
τῆς ἁμαρτίας. Στὴν ἔρημο καὶ στὸν ἐγκλεισμό, ἰδιαίτερα ξεκάθαρα
βιώνεται τὸ παράλογο καὶ τὸ παρὰ φύσιν τῆς ἁμαρτίας, ὅπως
καὶ ἡ ἄμεση σχέση της μὲ τὸν δαιμονικὸ κόσμο. Σ᾿ ἕναν ἄνθρωπο
ποὺ ἔχει χάσει τὴν πνευματική αἴσθηση καὶ ζεῖ μέσα στὰ πάθη, ή
ἁμαρτία παρουσιάζεται μὲ ἑλκυστικὴ μορφή, ἐνῶ ἡ ἀπογοήτευση
ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν ἁμαρτία ξεχνιέται γρήγορα, καὶ ὁ ἄνθρωπος
πάλι σπεύδει νὰ ξεγελαστεῖ ἀπὸ τὸ ἴδιο πάθος. Ἡ αὐτόματη μνήμη,
καταπιέζοντας τὴν συναισθηματικὴ μνήμη, ἀποπροσανατολίζει τὸν
ἄνθρωπο ἀκόμα πιὸ πολὺ καὶ τὸν κάνει ἀμήχανο μπροστὰ στὶς
πύρινες δοκιμασίες τῶν παθῶν,
Ἡ κατάρα τοῦ αἰώνα μας ἔγκειται στὸ νὰ ἔχουμε χάσει τὴν
προσευχή. Χάνοντας δὲ τὴν προσευχή, χάνουμε συνάμα τὴν αἴσθηση
τοῦ Θεοῦ. Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τὰ λόγια τῆς προσευχῆς τὰ λέμε χωρὶς
νὰ τὰ κατανοοῦμε, ὅπως ἕνα παιδί ποὺ μετράει πετρούλες. Ὁ νοῦς
μας ἔχει γίνει ράθυμος καὶ βαριέται νὰ ἐμβαθύνει στὸ νόημά τους.
Ἡ καρδία μας ἔχει γίνει κωφὴ σ' αὐτά. Ἐμεῖς ψάχνουμε τὸ σύνηθες
εὐρὺ ρεῦμα τῶν πληροφοριῶν, γι᾿ αὐτὸ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ὁ
νοῦς μας εἶναι περικυκλωμένος ἀπὸ ἕναν σωρὸ λογισμούς. Χάνοντας
τὴν πραγματικὴ αἰσθηση τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος γίνεται βιοτικὸς
ὑλιστὴς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ προσεύχεται βαθιά, ἐνῶ τὶς εὐαγγελικές
ἐντολὲς δὲν θέλει νὰ τὶς τηρεῖ.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες λένε: ἡ Χάρις ἐπανέρχεται μὲ τὸν τρόπο μὲ τὸν
ὁποῖο τὴν εἴχαμε χάσει. Γι' αὐτὸ πρέπει νὰ ποῦμε «ὄχι» στὸ ἀνεξέλεγκτο
ρεῦμα τῶν πληροφοριῶν, οὕτως ὥστε νὰ κλείσουμε καὶ νὰ κρατοῦμε τὸν
νοῦ μας στὴν «στενότητα» τῶν λόγων τῆς προσευχῆς, καὶ τότε, μετὰ
ἀπὸ πολλοὺς κόπους, θὰ εἰσέλθουμε διαμέσου στενῆς ὑπόγειας εἰσόδου
στὸ θησαυροφυλάκιο, καὶ μπροστά μας θὰ ἀνοίξει ὁ προθάλαμος τοῦ
καινοῦ κόσμου – τοῦ ἀἰδίου φωτὸς καὶ τοῦ θείου κάλλους.